Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Ποιος άραγε είναι «ο αφέντης και ο κυρίαρχος» που αποφάσισε να ξεθεμελιώσει τον τόπο;

«Θα κατεβούμε απ’ το δρόμο με το πράσινο χαλί» όριζε ο παππούς. Το μονοπάτι από την πηγή έως τη δημοσιά ήταν στρωμένο με μούσκλια. Δεν πάταγες καθόλου χώμα. Και παίζαν τα μικρά ποδαράκια να πατάνε μόνο στο χαλί, γιατί βασιλιάδες τώρα αυτοί, γύριζαν πίσω με δόξες και τιμές, αφού σκότωσαν τον κακό δράκο της πηγής, ελευθέρωσαν το νερό και οι υπήκοοί τους τους είχαν στρώσει το χαλί της υποδοχής.
 
Η λήθη, εκείνη η εχθρός της μνήμης, με τα χρήματα και την αδελφή εξουσία αποφάσισε να ξεθεμελιώσει τα λόγια του παππού, να κόψει τη συνέχεια στις μνήμες των παιδιών. Η φύση ήταν ένθεη όχι μόνο για τους αρχαίους αλλά και για όσους την σέβονται και την αγαπούν. Ποιος άραγε είναι «ο αφέντης και ο κυρίαρχος» που αποφάσισε να ξεθεμελιώσει τον τόπο; Και υπάρχει σ’ αυτόν τον τόπο Εισαγγελέας, Δασαρχείο, Περιφέρεια, Δήμος; Λειτουργούν θεσμοί; Ποιος είναι αρμόδιος να απαντήσει στο ερώτημα: «μπορεί ο κάθε πολίτης, που διαθέτει χρήματα, να πάρει μια μπολντόζα και να ξεθεμελιώσει τον τόπο;».
 Ένα από αυτά τα μονοπάτια, το μονοπάτι Αγιά Μαρίνα-Κελί ξηλώθηκε πετρούλα πετρούλα. Το μονοπάτι φάρδυνε, όπως φαρδαίνουν οι άνθρωποι της καταναλωτικής κοινωνίας, κι έγινε δρόμος.
Τσίντζινα, η διαδρομή Αγιά Μαρίνα – Κελί
 
Παξιμάδι, νερολιές και ντομάτα. Τα δυο μικρά σκαλιστήρια και το ξινάρι για τον παππού. Η διαδρομή Αγιά Μαρίνα-Κελί. «Θα πάμε να καθαρίσουμε την πηγή του Κελιού» αποφάσιζε ο παππούς και τα δυο εγγόνια του δεν πρόβαλαν καμιά αντίρρηση. Μια ακόμη περιπέτεια με τον παππού σαν εκείνες που ζούσε ο φίλος τους ο Ροβινσώνας. Τα μάτια τους άνοιγαν στην προσμονή. «Κι εδώ παντρεύτηκες, παππού; Στην Αγιά Μαρίνα; Και ανέβηκαν οι καλεσμένοι από το μονοπάτι έως εδώ με τα καλά τους;». «Βέβαια, και μετά κατεβήκαμε στη Βρύση του Μεταξωτού και με τραπέζι και καρέκλες τα ελατοκλώναρα, κάναμε το τραπέζι του γάμου». Απαντούσε ο παππούς. «Το ζούσαμε το βουνό, και μας ζούσε κι εκείνο» συμπλήρωνε σκεπτικός κι άφηνε τις σκέψεις του χωρίς επεξηγήσεις, μετέωρες, να μπολιάζουν τα παιδιά. «Κι ό,τι πιάσει» ήταν η συνήθης αποστροφή του σε μένα.
Κι εκεί στην πηγή του Κελιού δούλευαν τα μικρά σκαλιστήρια για να καθαρίσει η πηγή και να «μαζευτεί» το νερό. Και το κελάρισμά της συνοδευόταν από τα ονόματα των εντόμων και των φυτών. Έτσι το λένε αυτό, έτσι το λένε εκείνο … Πόσες λέξεις χάσαμε για να μην κρατάμε σημειώσεις απ’ τα λόγια του παππού. Ζωντάνευε σιγά σιγά το νερό και το «ευχαριστώ» του ερχόταν με το παξιμάδι. Έβαζε τα δυνατά του το νερό να το μουσκέψει και να το δροσίσει, όσο χρειαζόταν. Το αεράκι αναστάτωνε τις κορυφές των δέντρων και ζωντάνευε τη φτέρη. Δυο τρία κλαδιά θα μετακόμιζαν στο ανθογυάλι της γιαγιάς. Αυτό με το ρόδινο γυαλί, τα εγχάρακτα κλαδάκια που ακόμα βρίσκεται στην ίδια ακριβώς θέση, κι ας έχει το χείλος του μια μικρή πληγή κι ας έχει μισέψει και η γιαγιά εδώ και καιρό. Τη φτέρη από την πηγή του Κελιού κανακεύει το ανθογυάλι κάθε φορά που μπαίνουν τα παιδιά στο σπίτι.
«Θα κατεβούμε απ’ το δρόμο με το πράσινο χαλί» όριζε ο παππούς. Το μονοπάτι από την πηγή έως τη δημοσιά ήταν στρωμένο με μούσκλια. Δεν πάταγες καθόλου χώμα. Και παίζαν τα μικρά ποδαράκια να πατάνε μόνο στο χαλί, γιατί βασιλιάδες τώρα αυτοί, γύριζαν πίσω με δόξες και τιμές, αφού σκότωσαν τον κακό δράκο της πηγής, ελευθέρωσαν το νερό και οι υπήκοοί τους τους είχαν στρώσει το χαλί της υποδοχής.
«Αυτή είναι η παλιά δεξαμενή» έδειχνε ο παππούς. «Την φτιάξαν τα τρία πρώτα ψηλά σπίτια κάτω από τη δημοσιά. Μάζευαν το νερό του Κελιού και πότιζαν τους κήπους τους. Και ο πατέρας σας με τα άλλα παιδιά – δεν ήταν ο μόνος σκανδαλιάρης, αλλά ήταν ο πιο σκανδαλιάρης – έμπαιναν μέσα στη δεξαμενή και κολυμπούσαν. Κολυμπούσαν, τρόπος του λέγειν, χώνονταν στο νερό μέχρι να βάλουν γένια και μουστάκια, γιατί ο πάτος της δεξαμενής ήταν σκέτο χώμα και το νερό θόλωνε από τα πολλά παιχνίδια τους και τους έβαφε γένια και μουστάκια». Και ζήλευαν τα παιδιά τα γένια και τα μουστάκια από κοκκινόχωμα, γιατί αυτά κολυμπούσαν στην «πισίνα», την «πισίνα», δίπλα στο νεκροταφείο του Άη-Νικόλα, να χαίρονται με τις φωνές τους οι λιγοστοί που αναπαύονταν εκεί και ο Άγιος που τού έλειπε η θάλασσα, οι αντάρες της και οι χαρές της.
Απ’ την πηγή του Κελιού στη δημοσιά η διαδρομή περιλάμβανε και μαθήματα αρχιτεκτονικής. «Για δέστε πώς είναι χτισμένη η δεξαμενή και το μονοπάτι, πέτρα, πέτρα. Το συνταίριασμα της μαστοριάς και της υπομονής. Αθάνατο, όσο και να του θυμώνει ο χειμώνας, το μονοπάτι αδιάφορο. Ίσα ίσα που επωφελείται από τους θυμούς του και πρασινίζει το χαλί του ακόμη περισσότερο», έλεγε ο παππούς.
Ακολουθώντας πότε το ένα και πότε το άλλο μονοπάτι έμαθαν τα παιδιά ό,τι αγωνιζόταν η Ελένη Γλύκατζη -Αρβελέρ να κατανοήσουν οι φοιτητές της. Στον Άη Βλάση τα υποδέχονταν οι αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι που συνομιλούσαν με τις λιτές αγιογραφίες του Δημητρίου Κακαβά που τον άκουγε ο Φώτης Κόντογλου, όταν ιστορούσε τις δικές του εικόνες στη Μονή των Αγίων Αναργύρων, ο Κόντογλου μεταβίβαζε με τη σειρά του τη γνώση του στον Ευάγγελο Μαυρικάκη που φιλοτεχνούσε τις δικές τους εικόνες στο ξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία.
Από τον Άγιάννη – έλεγε ο παππούς - φοβέριζε ο Ιμπραήμ χωρίς να καταφέρει να βλάψει κανέναν και στο Κελί μαζεύονταν τα παιδάκια για να μάθουν γράμματα. Και στην Άγια Κυριακή βαφτίσαμε τον Γιώργο μας.
Ανδρώθηκαν τα παιδιά σ’ αυτά τα μονοπάτια. Και ήταν από αυτά που αποφάσισαν να ξεκινήσουν τη νέα τους ζωή. «Έλα να αρματώσουμε τα καινούργια σκαριά από τις χοντρές πευκόφλουδες», θα πει ο παππούς,  «να μου φτιάξετε και μένα μια αλατιέρα», θα παραγγείλει η γιαγιά. «Κι εγώ θα τους φωνάξω: Γιαγιά, παππού, μεγάλωσα, όπου και νά’ στε την ευχή σας. Παντρεύομαι σήμερα», είπε ο Δημοσθένης και ξεκίνησε για να ανταμώσει την καλή του στην εκκλησία του χωριού.
Ένα από αυτά τα μονοπάτια, το μονοπάτι Αγιά Μαρίνα-Κελί ξηλώθηκε πετρούλα πετρούλα. Το μονοπάτι φάρδυνε, όπως φαρδαίνουν οι άνθρωποι της καταναλωτικής κοινωνίας, κι έγινε δρόμος. Δεν μπορείς πια με ασφάλεια να πάρεις τον κατήφορο. Οι σάρες διαδέχονται η μια την άλλη και το χώμα -αλεύρι σου φτάνει στο γόνατο. Και δεν ήρθε ακόμη ο θυμός του χειμώνα να κάνει τον δρόμο ρέμα, αφού χάθηκαν οι μάντρες της μαστοριάς και της υπομονής.
 
Η λήθη, εκείνη η εχθρός της μνήμης, με τα χρήματα και την αδελφή εξουσία αποφάσισε να ξεθεμελιώσει τα λόγια του παππού, να κόψει τη συνέχεια στις μνήμες των παιδιών. Η φύση ήταν ένθεη όχι μόνο για τους αρχαίους αλλά και για όσους την σέβονται και την αγαπούν. Ποιος άραγε είναι «ο αφέντης και ο κυρίαρχος» που αποφάσισε να ξεθεμελιώσει τον τόπο; Και υπάρχει σ’ αυτόν τον τόπο Εισαγγελέας, Δασαρχείο, Περιφέρεια, Δήμος; Λειτουργούν θεσμοί; Ποιος είναι αρμόδιος να απαντήσει στο ερώτημα: «μπορεί ο κάθε πολίτης, που διαθέτει χρήματα, να πάρει μια μπολντόζα και να ξεθεμελιώσει τον τόπο;».
«Πάει κιόλας κάμποσος καιρός που το ποτάμι, το αηδόνι, τα μονοπάτια που διασχίζουν τα δάση εξαφανίστηκαν από το μυαλό του ανθρώπου. Κανένας δεν έχει πια την ανάγκη τους. Όταν η φύση θα εξαφανιστεί αύριο από τον πλανήτη, ποιος θα το πάρει είδηση;». Είναι ο Μίλαν Κούντερα που ρωτάει με αγωνία, γιατί φοβάται ότι η φωνή του και η φωνή της γης δεν φθάνει στ’ αυτιά μας. Κι όμως κάποιοι ακόμη ακούνε και παίρνουν είδηση και, όσο ζούν, αγωνίζονται να προλάβουν τον θάνατο της γης για να αναβάλουν έτσι και τον θάνατο του ανθρώπου.
ΥΓ. Η ενοχή, εάν υπάρξει, η τιμωρία, εάν υπάρξει, η αποκατάσταση, εάν υπάρξει, δεν αποκαθιστούν τα ίχνη που παίρνει η μνήμη πισωδρομώντας από το τότε στο τώρα.
 
Γεωργία Κακούρου Χρόνη

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητοί μου,
θέλω πολύ να δω τι θα κανει το Δασαρχείο της Σπαρτης.
Περιμένω με υπομονή.

Γ. Χαλκιοπουλος