Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Γιατί τα παιδιά λένε ψέματα;

Νατάσσα Οικονόμου -Ψυχολόγος
Γράφει η Νατάσσα Οικονόμου -Ψυχολόγος
Τα παιδιά λένε ψέματα για να αναπληρώσουν πραγματικές ή φανταστικές ατέλειές τους. Επιθυμούν, όπως και οι μεγάλοι, να ξεφύγουν από κάποια δυσκολία στις σχέσεις με τους άλλους ή να αποτρέψουν τις αναπόφευκτες και συχνά οδυνηρές συνέπειες των πράξεών τους. Καθώς δεν έχουν την πείρα των ενηλίκων μπορεί να υπερ -γενικεύσουν μια απλή παρατήρηση που τους γίνεται για ένα συγκεκριμένο παράπτωμα και να την αναγάγουν σε αρνητική κριτική για γενική τους αναξιότητα και απόρριψη. Για να προστατεύσουν τον εαυτό τους λένε τα ψέματα άμυνας. Κάποιο παιδί που έσπασε ένα βάζο είναι πιθανό να πει ότι το έκανε η γάτα έτσι ώστε να μην το μαλώσουν για απροσεξία την οποία εξισώνει με την κακή συμπεριφορά.
Οι γονείς που περιμένουν πάρα πολλά από τα παιδιά τα αναγκάζουν να πουν ψέματα.
Το αγόρι που δεν τα καταφέρνει καλά στα σπορ μπορεί να πει στον πατέρα του ότι έβαλε πολλά γκολ παίζοντας ποδόσφαιρο με τους συμμαθητές του, γιατί ξέρει πως εκείνος προσδοκά μια τέτοια υψηλή επίδοση. Οι φιλοδοξίες για κοινωνική προβολή οδηγούν εξίσου σε διάφορες υπερβολές. Ο πατέρας, ένας λογιστής στην πραγματικότητα, γίνεται μεγάλος επιχειρηματίας όταν ο μικρός πρέπει να πει ποιο είναι το επάγγελμα του μπαμπά του. Το ίδιο συμβαίνει και με το παλιό τρακαρισμένο αυτοκίνητο που γίνεται ένα αστραφτερό μοντέλο. Η παρατεταμένη και απόλυτη εξάρτηση από τους άλλους που βιώνει το παιδί αναπτύσσει βαθιά ριζωμένα συναισθήματα κατωτερότητας που πρέπει να αποδεχτεί και τελικά να ξεπεράσει. Το ψέμα είναι μια από τις στρατηγικές που χρησιμοποιεί για να προστατεύσει το αυτοσυναίσθημά του. Αυτή η τακτική σταδιακά εγκαταλείπεται, καθώς αποκτά περισσότερη αυτοπεποίθηση. Μερικά όμως άτομα συνεχίζουν να λένε ψέματα και ως ενήλικοι με συνέπεια να μην μπορούν να κάνουν διάκριση ανάμεσα στο τι είναι αληθινό και τι όχι.

Μπορούμε να πούμε ότι η «εποχή του ψέματος» έρχεται ταυτόχρονα με την κατάκτηση της γλώσσας, η οποία χαρίζει στο παιδί μεγάλη ελευθερία. Του επιτρέπει να εκφράσει με το δικό του τρόπο όσα συμβαίνουν μέσα του και γύρω του, αλλά και να δοκιμάσει τα όριά του. Όταν ένα παιδί 4 ετών λέει στη μητέρα του για την δασκάλα που αντιπαθεί στο νηπιαγωγείο ότι «είναι πολύ καλή με όλα τα παιδιά, τα τραβάει, τα σπρώχνει» δεν λέει ψέματα εφόσον δεν αντιλαμβάνεται την αντίφαση που υπάρχει στα λόγια του. Τα παιδιά έως 6-7 ετών μπερδεύουν την πραγματικότητα με τον κόσμο της φαντασίας τους. Συχνά πιστεύουν ότι έχουν ζήσει κάτι που είδαν στον ύπνο τους λόγω της περιοχής του εγκεφάλου που δεν έχει ωριμάσει ακόμη. Σε μεγαλύτερες ηλικίες τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας γίνονται αισθητά, οπότε ξέρουν πότε λένε αλήθεια και πότε ψέματα. Παρόλα αυτά τα ψέματα εξακολουθούν να είναι ένα προσιτό μέσο για να επηρεάσουν τα πράγματα και να αποφύγουν δυσάρεστες καταστάσεις. Δεν έχουν το ίδιο ηθικό βάρος όπως στην ενήλικη ζωή και πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιείκεια. Όταν όμως επαναλαμβάνονται, απαιτούν ευαισθησία και προσοχή από τους γονείς γιατί μπορεί να κρύβουν κάποιο πρόβλημα. Στην εφηβεία τα ψέματα λέγονται εντελώς συνειδητά πια και συνήθως με ξεκάθαρο σκοπό. Καθώς μεγαλώνει η ανάγκη των παιδιών για αυτονομία και ιδιωτικότητα, τα ψέματα αποτελούν έναν τρόπο για να ξεφύγουν από την αυστηρή επιτήρηση και τον έλεγχο των γονιών.

Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της προσχολικής ηλικίας είναι ότι μερικά παιδιά έχουν φανταστικούς συντρόφους, ζώα ή ανθρώπους, που μπορεί να είναι τόσο υπαρκτοί και σημαντικοί όσο και οι αληθινοί άνθρωποι. Οι περισσότεροι από αυτούς τους αόρατους φίλους εξαφανίζονται από το 10ο έτος της ηλικίας και ύστερα. Τα μικρά παιδιά χρησιμοποιούν τη φαντασία τους ως ένα μέσο για να εξερευνήσουν σχέσεις και καταστάσεις που προκαλούν άγχος ή για τις οποίες νιώθουν ανασφάλεια. Για αυτό το λόγο παίζουν διάφορα παιχνίδια υποδυόμενα ρόλους για «μαμάδες και μπαμπάδες», «δασκάλους» και για «νοσοκομεία» (κυρίως τους «γιατρούς»).

Μπορεί κάποτε ένα παιδί να καυχηθεί για πράγματα που δεν έκανε. Καλό είναι αυτές οι καταστάσεις να μην ενθαρρύνονται αλλά να προσπαθούμε να καταλάβουμε το λόγο που το οδήγησε στο να πει ψέματα. Είναι αρκετά πιθανό να βρίσκεται σε ένα περιβάλλον που αισθάνεται κατώτερο και με αυτό τον τρόπο επιδιώκει να ανέβει στα μάτια των άλλων. Αυτό που θα πρέπει να γίνει στη συνέχεια είναι να μην το συγχαρούμε για τα φανταστικά του κατορθώματα ενώ του δίνουμε την δυνατότητα να κάνει κάτι με το οποίο θα νιώθει υπερήφανο όταν το αναφέρει χωρίς να έχει την ανάγκη να πει κάποιο ψέμα για να προβληθεί.

Δεν φτάνει μόνο να ανησυχούμε για τα παιδιά και να προσπαθούμε να τα πείσουμε πως αυτό που κάνουν δεν είναι καλό. Πρέπει να μάθουν να ζουν μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Αυτό είναι το καλύτερο παράδειγμα. Δεν είναι δυνατό να υποστηρίζουμε πως είναι άσχημο να λένε ψέματα αλλά από την άλλη μεριά «όταν πάρει η γιαγιά τηλέφωνο, πες της ότι λείπω» καταφεύγοντας εμείς στο ψέμα προκειμένου να αποφύγουμε κάτι. Ιδιαίτερα για τα μεγαλύτερα παιδιά χρειάζεται διακριτικότητα. Μπορεί κάποια στιγμή το παιδί να μιλήσει για τα σχέδιά του που ίσως φανούν απραγματοποίητα. Μην το διαψεύσετε καθώς μέσα από αυτά θα βρει τον δρόμο του. Πρέπει να νιώσει πως οι γονείς του είναι έτοιμοι να το ακούσουν και όχι να κατακρίνουν τις σκέψεις ή τα συναισθήματά του.

Αντί να ζητήσετε μια ιστορία που να εξηγεί πώς έγινε κάτι ώστε να βρείτε κάποιον να κατηγορήσετε για το συμβάν ή να μάθετε ποιος το ξεκίνησε, επικεντρωθείτε στην επίλυση του προβλήματος. Βοηθείστε το παιδί να εντοπίσει τι πρέπει να κάνει για να διορθώσει αυτό που έγινε ή ακόμα για να μην το επαναλάβει στο μέλλον. Έτσι μπορείτε να αποφύγετε τις διαμάχες και το άγχος για διάφορα θέματα όταν αυτά δεν απειλούν την καθημερινή σας ζωή.
Νατάσσα Οικονόμου
Ψυχολόγος

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: