Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

ΔΙΗΓΗΜΑ: Χριστούγεννα στο Χιλιανδάρι

Γράφει ο Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Ο Σλάβα ήταν πρόσφυγας από την Κράϊνα, Σέρβος, Χριστιανός Ορθόδοξος, που άφησε το χωριό του ένα μουντό ξημέρωμα, καθώς το καταύγαζαν οι φλόγες που έζωναν τα λιγοστά του σπίτια. Όχι, την εκκλησία δεν την έκαψαν. Τι να κάψουν άλλωστε από ό,τι είχε απομείνει όταν οι όλμοι σταμάτησαν να σφυροκοπούν το κέντρο του χωριού...
Τελευταίες εικόνες, που κράτησε σφιχτά στην μνήμη του, να τον τυραννούν και να τον πληγώνουν, οι αλαφιασμένες ματιές των γειτόνων του, που έτρεχαν μαζί του στο ρουμάνι να καλυφθούν. Και μετά η προσφυγιά. Να μείνει στις σέρβικες περιοχές της Βοσνίας ούτε λόγος. Να κάνει τι; Εδώ δεν είχαν να ζήσουν οι ντόπιοι, όχι οι πρόσφυγες. Κατηφόρισε για τη Νέα Γιουγκοσλαβία. Ούτε και εκεί είδε χαΐρι. Και τι να κάνει εκεί, αυτός ο ανέστιος; Μόνο το βαποράκι ή τον νταβατζή, ίσως.
Κάποιοι θέλησαν να τον συμβουλέψουν: «Μην κάθεσαι εδώ, αγόρι μου, κάνε κατά την Ελλάδα καλύτερα». Ήσαν δυο Κοσοβάροι Αλβανοί, σε ένα καπηλειό στα προάστια του Βελιγραδιού, που του έριξαν την ιδέα.
Είχαν πέντε χρόνια προϋπηρεσία στη χώρα μας...
Βρήκε, πώς τη βρήκε, μια έρμη βίζα κι ένα μεσημεράκι, Οκτώβρης ήταν, πέρασε τα σύνορα.
Βρήκε συμπατριώτες του στη Σαλονίκη. Ταλαίπωροι και αυτοί να κλαίν’ τη μοίρα τους και να ετοιμάζονται να ξεχειμωνιάσουν στα παγκάκια της πλατείας Μακεδονομάχων. Να ξεχειμωνιάσουν τρόπος του λέγειν. Δεν ξεχειμωνιάζεις ζωντανός στην ύπαιθρο και μάλιστα στον Βορρά. Αυτοί το ήξεραν, φυσικά, καλύτερα, γιατί, όσο να ’ναι, ο δικός τους Βορράς ήταν χειρότερος.
Σχέδια κάνανε, λοιπόν, για το παραπέρα: «Στην Πελοπόννησο κολέγα, στα πορτοκάλια» έλεγε και ξανάλεγε ο παλιότερος της παρέας. Δεν είχε πάει, όμως είχε ακούσει στο λιμάνι από συμπατριώτες του και από κάτι Βούλγαρους. «Θα βρούμε δουλειά, θα βρούμε και κανένα κεραμίδι να χωθούμε από κάτω. Άιντε να βγει ο χειμώνας να δούμε τι στο καλό θ’ απογίνουμε». Οι άλλοι συμφώνησαν. Μαζί και ο Σλάβα.
Πιάσαν τη δημοσιά, λίγο έξω από τον Παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό. Από λεφτά για ναύλα, ούτε κουβέντα. Και το φαγητό ακόμα, λιγοστό και σπάνιο, έβγαινε με το διακονιό. Κάτι φοιτητές τούς λυπήθηκαν και μαζί με μερικά πακέτα τσιγάρα που τους έδωσαν, τους έφτιαξαν μερικές ταμπελίτσες: «Είμαστε Σέρβοι πρόσφυγες. Δεν έχουμε λεφτά. Πάμε στην Πελοπόννησο για δουλειά».
0 Σλάβα αυτή τη φορά ήταν τυχερός. Στην πέμπτη απόπειρα για οτοστόπ, σταμάτησε ένα φορτηγό από τη Σπάρτη που είχε φέρει φορτίο στη Λαχαναγορά. Καλός χριστιανός ο φορτηγατζής, από τη Σκάλα ήτανε, τον πήρε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Περνώντας, μάλιστα, πάλι από τη Λαχαναγορά για να πάρει κάποια τελάρα ακτινίδια, τον πήρε στο καφενείο και τον κέρασε μπουγάτσα. Ο ταλαίπωρος ο Σλάβα έκανε από τη χαρά του σαν να κέρδισε κάποιο λαχείο. Πού να κρυφτεί η πείνα που τον έρευε. Μάλιστα ο καφετζής, ένας γεμάτος, με φαλάκρα και γυαλιά, τον λυπήθηκε και τον κέρασε δεύτερη μερίδα. Ένιωσε έναν κόμπο στον λαιμό. Ήταν που ήταν ασυνήθιστος στο φαί, ήταν η συγκίνηση...
«Να πας στο Άργος» τον συμβούλεψε ο καφετζής, ο Μάκης, καθώς τους ξεπροβόδιζε. «Εκεί είναι τόπος για προκοπή»... 0 Σλάβα, θες ο τρόπος που του το είπε, θες η ευγνωμοσύνη, «το έδεσε κόμπο». Στην Εθνική Κορίνθου -Τρίπολης, στον κόμβο της Στέρνας, κατέβηκε, ευχαριστώντας για πολλοστή φορά τον φορτηγατζή. Το Άργος με τον κάμπο και τις πορτοκαλιές του ήταν μόνο μερικά χιλιόμετρα μπροστά του. Ένιωσε πως έφτασε στη Γη της Επαγγελίας.
Φυσικά, Γη της Επαγγελίας δε βρήκε. Βρήκε όμως, γρήγορα, συμπατριώτες του, βρήκε δουλειά, βρήκε και ένα καλύβι να γείρει το σώμα του τα βράδια.
Έμαθε και τα μικρά μυστικά που είναι απαραίτητα στους ξένους. Άλλαξε το Σλάβα σε Σταύρο, για να μην προκαλεί κάποιους «έξυπνους» που τον ρώταγαν: «Σλαβομακεδόνας είσαι, ρε; Κι εδώ τι ήρθες να κάνεις;». Ήταν βολικός στο μεροκάματο, έβγαζε και πολλή δουλειά. Και κάθε μέρα από τα χαράματα στην έξοδο του Άργους, στα Γεφύρια, εκεί που μαζεύονται οι εργάτες, από τους πρώτους.
Δικτυώθηκε στα στέκια των ξένων. Βρήκε παρέες. Έπαιξε ξύλο και μια φορά με κάτι Αλβανούς Γκέγκηδες και μόλις γλίτωσε την κλούβα.
Ο κόσμος τού φερότανε καλά. Ένα παράπονο, μόνο. είχε. Να, εκεί που μια φορά -σαν άντρας- θέλησε να επισκεφτεί τα «σπίτια» του Άργους, στη Γέφυρα του Ξεριά, δεν έγινε δεκτός. «Απαγορεύει η Ασφάλεια να δεχόμαστε αλλοδαπούς» του δικαιολογήθηκαν.
Σιγά – σιγά άρχισε να μπαίνει και σε παρέες ντόπιων, που τα έπιναν στα συνοικιακά ταβερνεία. Άρχισε να μιλά καλούτσικα τα ελληνικά και πιάνανε την κουβέντα με τις ώρες.
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, δεύτερη χρονιά ο Σλάβα -Σταύρος στην Ελλάδα. «Ρε συ, Σταύρο» του λέει ένα βράδυ ο Κώστας από την Κάρυά, που τα ’πίναν παρέα «θα ’ρθείς φέτος στο χωριό να κάνουμε Χριστούγεννα;». Ο Σλάβα δεν μίλησε. «Σε ρωτάω» επέμενε ο Κώστας «θα ’ρθείς στο χωριό για Χριστούγεννα»; Ο Σλάβα ντράπηκε και του απάντησε μονολεκτικά: «Θα ’ρθω» και απότομα σηκώθηκε και καληνύχτισε. Έφυγε βιαστικά μέσα στο σκοτάδι. Στενοχωρήθηκε για το ψέμα του, αλλά δεν ήθελε να του πει πως αυτός δεν γιορτάζει Χριστούγεννα την ίδια ημερομηνία με τους Κροάτες Ουστάσι. Δεν είχε κανέναν λόγο να τον προσβάλει. Άλλωστε εκείνες τις ημέρες θα έφευγε. Θα πήγαινε στο Άγιο Όρος, στο Χιλιανδάρι, στη Σέρβικη Μονή, να κάνει Χριστούγεννα κανονικά, στη μέρα που όριζαν οι ορθόδοξες παραδόσεις, μαζί με άλλους διωγμένους. Αυτά σκεφτόταν περπατώντας στην άκρη της ασφάλτου στην δημοσιά κατά τη Δαλαμανάρα.

Το αστυνομικό δελτίο την επομένη ήταν λιγόλογο: «Την 11:30 νυκτερινή, IX επιβατικό αυτοκίνητο, οδηγούμενο από τον Ι.Γ., 34 ετών, εκ Ναυπλίου, παρέσυρε και σκότωσε αλλοδαπό, αγνώστων λοιπών στοιχείων, στο 2ο χιλιόμετρο Άργους-Ναυπλίου. Η Τροχαία Άργους διενεργεί προανάκριση».
Τα Χριστούγεννα θα γιορτάζονταν στο Χιλιανδάρι, σύμφωνα με τις παραδόσεις της Ορθοδοξίας. Θα ήταν εκεί πολλοί Σέρβοι από κάθε γωνιά των Βαλκανίων. Όμως από αυτή τη σύναξη θα έλειπε ο ταλαίπωρος ο Σλάβα...
Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
Από το βιβλίο: «Ρεμπέτ Ασκέρι και άλλα Διηγήματα»
-Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2008

Δεν υπάρχουν σχόλια: