Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

30 χρόνια από το απαγορευμένο «1922» του Νίκου Κούνδουρου

Το «1922» του Ν. Κούνδουρου
περιγράφει την καταστροφή
του Μικρασιατικού Ελληνισμού
χωρίς ωραιοποιήσεις.
Γράφει ο Γιώργος Πισσαλίδης
κριτικός κινηματογράφου
Κλείνουν φέτος 30 χρόνια από την δημιουργία του «1922» του Νίκου Κούνδουρου, που απαγορεύθηκε από την κυβέρνηση Καραμανλή, διατηρώντας το θλιβερό «προνόμιο» να είναι το πρώτο θύμα της ελληνοτουρκικής «φιλίας». Η ταινία βασιζόταν πολύ χαλαρά στο «Νούμερο 31328» του Ηλία Βενέζη, αλλά και αναμνήσεις επιζήσαντων της γενοκτονίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού.
Ο ίδιος ο Κούνδουρος ενθυμείται αυτοβιογραφούμενος: «1922. Μια ιστορία μνήμης. Ήταν η ώρα που το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου σε μία ευλογημένη στιγμή της ύπαρξης του, λειτούργησε δημιουργικά και έξυπνα. Μας κάλεσε ο τότε πρόεδρος του, τον Κακογιάννη, τον Δημόπουλο και την αφεντιά μου και μας είπε «κάνετε ότι θέλετε». Και αυτό το «κάνετε ότι θέλετε» ξύπνησε μέσα μου ευφορία. Ήθελα να καταθέσω ένα ειλητάρι στην μνήμη της μικρασιατικής οδύνης, όπως εγώ την έζησα μέσα από μια κοπελιά που είχε μαζέψει η μάνα μου από τις Χαμένες Παρτίδες. Δανείσθηκα το βιβλίο του Βενέζη, το «Νούμερο 31328» και έφτιαξα το δικό μου νούμερο, το «1922». Ενώ σε μια συνέντευξη δήλωνε: «Το 1922 είναι μία από τις καλύτερες ταινίες μου. Ίσως η πιο γόνιμη».


O Oσμάρ (Λάγγος) και ο δάσκαλος
(Κάππος) στην έρημο. Το «1922»
αποτελεί την καλύτερη απάντηση
στο βιβλίο της Ρεπούση.
Από το βιβλίο του Βενέζη ο Κούνδουρος κρατά τον γενικό σκελετό. Θα γράψει όμως μαζί με τον Στράτο Καρρή ένα σενάριο που εκπροσωπεί τους προβληματισμούς του. Έτσι η εισαγωγή με τις ανησυχίες των αστών για την κατάρρευση του μετώπου, που είναι από τα καλύτερα κομμάτια της ταινίας δεν έχει καμιά σχέση με το βιβλίο του Βενέζη. Αυτή η ανησυχία για το μέλλον και την προδοσία των Συμμάχων διαπερνά και τα νούμερα μιας πατριωτικής επιθεώρησης όπου ο νεαρός Ηλίας είναι κομπάρσος. Είναι στα παρασκήνια θα μάθει από τον στρατιώτη αδελφό του το μεγάλο μυστικό: ο Ελληνικός στρατός αφήνει την Σμύρνη.
Χαρακτηριστική είναι η σκηνή όπου η Aντιγόνη (Ελεωνόρα Σταθοπούλου), η νεαρή κόρη μίας μεσοαστικής οικογένειας, που έχει χάσει δύο αδέλφια στο μέτωπο, θα προσπαθήσει να μάθει το μέλλον από την τουρκάλα υπηρέτρια που «διαβάζει» τον καφέ. Όταν εκείνη θα της απαντήσει τουρκικά θα την χαστουκίσει, φωνάζοντας: «Γιατί μιλάς τουρκικά; Αφού ξέρεις ελληνικά, γιατί μιλάς τουρκικά;» Όταν η μητέρα της (Μπέττυ Βαλάση) θα προσπαθήσει να την ηρεμήσει, εκείνη ανάμεσα σε ουρλιαχτό και κλάμα θα φωνάζει: «Δεν μπορεί να μιλά εδώ μέσα τουρκικά!» Αργότερα θα προσπαθήσει να σώσει τον φίλο της (Δημήτρης Καταλειφός) που είναι στρατιώτης ντύνοντας τον στα πολιτικά και να διδάξει, με όση ηρεμία μπορεί, γαλλικά στον 18χρονο Ηλία (Ζαχαρίας Ρόχας). Είναι όλη αυτή η σκηνή που χάρισε στην συγκλονιστική Σταθοπούλου, το βραβείο Α' Γυναικείου ρόλου.
Την άλλη μέρα τα νέα δημιουργούν πανικό στους πολίτες και οργή στους στρατιώτες. Η είσοδος των Τούρκων χτίζεται με φοβερή μαεστρία από τον Κούνδουρο ξεκινώντας με την απειλητική παρουσία τους την νύκτα, τρομοκρατώντας την Λουκία (Αντιγόνη Αμανίτου), σύζυγο ενός Έλληνα έμπορου (Αντώνης Αντωνίου) και φτάνοντας στην φοβερή είσοδο του έφιππου λοχαγού Οσμάρ (Βασίλης Λάγγος), του Κεμαλικού στρατού στην πόλη.
Οι «επιτήδειοι ουδέτεροι».
Από εκείνη την στιγμή ο αριστερός σκηνοθέτης δεν χαρίζεται ούτε στιγμή στους Τούρκους, τους οποίους ο Βενέζης έβλεπε με κατανόηση. Το πογκρόμ των Αρμενίων και των Ελλήνων, στο οποίο πρωταγωνιστούν τα τουρκόπουλα, έχει όλη την αγριότητα, την λύσσα, το απωθημένο ενός βάρβαρου λαού για τους «Έλληνες και τους Αρμένιους που τόσο καιρό έπιναν το αίμα του Τούρκικου λαού». Οι σκηνές είναι απείρου τρόμου. Οι Έλληνες δεν παρουσιάζονται κακομοίρηδες όπως στο βιβλίο, άλλα προσπαθούν να ξεφύγουν την μοίρα τους. Ένας νεαρός στρατιώτης θα ευνουχιστεί μέχρι θανάτου από τους Τούρκους. Η σκηνή όπου ο Τούρκος σηκώνει τα κομμένα γεννητικά όργανα του Έλληνα και με την ηδονή του μίσους φωνάζει «Η Τουρκία στους Τούρκους» είναι η πιο δυνατή του φιλμ. Ο Δημήτρης Καταλειφός αποκεφαλίζεται. Αργότερα στην έρημο ένας νεαρός παππάς ξεφτιλίζεται ημίγυμνος σε ένα γαϊδουράκι, ενώ η παπαδιά έχει ήδη βιασθεί και είναι γυμνόστηθη.
Όταν όλοι οι Έλληνες συλληφθούν θα περάσουν ντυμένοι με τα καλύτερα τους ρούχα μέσα από την έρημο. Πολλοί κατηγόρησαν τον Κούνδουρο για αυτήν τη απεικόνιση, αλλά στην ουσία δείχνει τον σταδιακό εξευτελισμό των Ελλήνων αστών. Όταν οι αιχμάλωτοι φτάνουν στο πηγάδι, ο συφιλικός Οσμάρ απειλεί τους Έλληνες με θάνατο αν πιουν νερό. Και εκείνοι σε μια τελευταία πράξη αντίστασης ένας-ένας πίνουν νερό και πέφτουν από τις σφαίρες του Τούρκου. Όταν όμως το κάνουν όλοι μαζί, τον απελπίζουν. Ενώ η Λουκία, που ο άνδρας της έχει σκοτωθεί και η ίδια έχει βιασθεί κατά εξακολούθηση, θα σκοτώσει τον τελευταίο βιαστή της.
Μην περιμένετε τέτοιες επικές σκηνές να τις διαβάσετε στο έργο του Βενέζη. Ο Βενέζης ήταν ένας κλαψιάρης, μοιρολάτρης, ηττοπαθής συγγραφέας που αντί να δείξει τον Έλληνα να περνά τις δυσκολίες και να χαλυβδώνεται, τον δείχνει τρομοκρατημένο και δειλό. Μια άποψη που συμμεριζόταν ο Βασίλης Λαούρδος και ο Δημήτριος Τσάκωνας, οι δύο βασικοί κριτικοί λογοτεχνίας του Εθνικιστικού χώρου. Δηλαδή ένας αριστερός σκηνοθέτης δείχνει ηρωισμό, εκεί που ένας κεντροδεξιός αποδεικνύεται μοιρολάτρης. Από αυτήν την άποψη ο Νίκος Κούνδουρος αξίζει όλο μας τον σεβασμό. Ενώ η τελική σκηνή δείχνει την πορεία προς την τρέλα της Λουκίας και την προσπάθεια των Τούρκων να δείξουν στους Φράγκους, τους αιώνιους επιδέξιους ουδέτερους, ότι τίποτα δεν συνέβη και να αρνηθούν την γενοκτονία.
Να προσθέσουμε ότι η ταινία απαγορεύθηκε από τη Κυβέρνηση Καραμανλή μετά από διαμαρτυρία του Τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών ότι τέτοιες ταινίες δυναμιτίζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις! Παρόλα αυτά, ο Κούνδουρος πήρε μια κόπια του έργου και την πρόβαλλε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης προκαλώντας συμφόρηση σε θεατές και κριτικούς. Ενώ σάρωσε τα βραβεία καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, φωτογραφίας (Νίκος Κακαβουδάκης) Α' Ανδρικού (Βασίλης Λάγγος) και Α' Γυναικείου ρόλου (Ελεωνόρα Σταθοπούλου).

Για τον Νίκο Κούνδουρο, το «1922»
υπήρξε δημιούργημα οργής.
Με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ καλλιεργήθηκε η άποψη ότι η προβολή του «1922» ήταν ελεύθερη. Αυτό όμως είναι ψέμα. Το 1982 η ταινία επρόκειτο να προβληθεί στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βουδαπέστης. Όμως μισή ώρα πριν την προβολή της ταινίας επενέβη το Ουγγρικό υπουργείο Εξωτερικών με προτροπή του Έλληνα πρέσβη και κατάσχε την κόπια. Μόνο με παρέμβαση του Υφυπουργού Εξωτερικών Γιάννη Καψή η κόπια αποδόθηκε στον Κούνδουρο. Ενώ του απαγορεύθηκε να προβάλει ποτέ την ταινία του στην Θράκη. Σήμερα ταινίες σαν το «1922» του Κούνδουρου θεωρούνται επικίνδυνες γιατί θυμίζουν την τουρκική κτηνωδία. Ενώ δεν συνάδουν με το παραμύθι της ελληνοτουρκικής «φιλίας». Για αυτό και δεν κυκλοφορεί πια σε DVD.
Όσο για μας είναι η καλύτερη απάντηση στο βιβλίο ιστορίας της Μαρίας Ρεπούση. Χρειάζεται να πούμε ότι αν γυριζόταν σήμερα μια παρόμοια ταινία από το ΕΚΚ, θα έδειχνε την άποψη των «καταπιεσμένων Τούρκων»;

* ο Γιώργος Πισσαλίδης είναι κριτικός κινηματογράφου και συγγραφέας
(Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 17ης Μαΐου 2008 της εφημερίδας Ελεύθερος Κόσμος).










Δεν υπάρχουν σχόλια: