Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

Ο μύθος των βρυκολάκων στους αρχαίους και μεσαιωνικούς χρόνους της Ελλάδας

Ἀναφορὲς γιὰ παράξενα πλάσματα στὴν Ἑλλάδα, ὑπὰρχουν ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια. Οἱ συνοδοὶ τῆς βασίλισσας τῆς νύχτας, Ἐκάτης, ὑπῆρξαν φοβερὰ ὀντα, ποὺ παραμόνευαν τὴν νύχτα. Οἱ Ἒμπουσες πάλι, ἦταν ἀποτρόπαιοι δαίμονες, ποὺ εἶχαν τὴν ἰκανότητα νὰ παίρνουν διάφορες μορφές καὶ σὲ ὀρισμένες περιπτώσεις, ἒπιναν τὸ αἶμα τῶν ἀνθρώπων ποὺ τελικὰ πὲθαιναν.
Οἱ πρῶτοι χριστιανικοὶ αἰῶνες ἀναφέρουν περιπτώσεις βρυκολάκων μὲ τὸ ὃνομα «δαιμόνια» καὶ μὲ τὴν ἐξήγηση ὃτι εἶναι ὰποτελέσματα μαγεῖας τῶν Ἐθνικῶν προκειμένου νὰ κάνουν κακὸ στοὺς Χριστιανούς.


Ἡ Μορμῶ καὶ ἡ Λάμια ἦταν δύο τρομερὰ πλάσματα τῆς νύχτας. Οἱ Στρίγγλες οἱ ὁποῖες ἒπαιρναν τὴν μορφὴ μαύρων πουλιὼν, ἐπιτίθονταν καὶ ρούφαγαν τὸ αἶμα τῶν μωρῶν στὴν κούνια τους.
Ὁ Παυσανίας στὰ Κορινθιακά του ἀναφέρει, ὃτι τὰ παιδιὰ τῆς Μήδειας μετὰ τὸν θάνατὸ τους ἒγιναν ἀπαίσια δαιμονικὰ πλάσματα ποὺ σκότωναν τὰ βρέφη. Ὁ χρησμὸς ποὺ πῆραν οἱ Κορίνθιοι ἀπὸ τὸ Μαντεῖο τῶν Δελφῶν, τοὺς συμβούλευε νὰ τὰ κατευνάσουν γιατὶ ἦταν δύσκολο νὰ τὰ καταστρέψουν.
Ὁ Ὁδυσσέας γιὰ νὰ συναντήσῃ καὶ νὰ συνομιλήσῃ μὲ τὸν μάντη Τειρεσία ποὺ ἦταν νεκρὸς, ἀναγκάζεται νὰ κατέβῃ στὸ βασίλειο τῶν Κιμμερίων, ποὺ ἦταν ἡ χώρα ποὺ χώριζε τὸ βασίλειο τῶν ζωντανῶν μὲ τῶν νεκρῶν. Ὁ Ὁδυσσέας ἐπικαλεῖται τὶς ψυχὲς τῶν νεκρῶν καὶ γιὰ νὰ τοὺς δώσῃ ἐνέργεια καὶ ζωτικότητα σὲ ἓνα βαθὺ λάκκο χύνει τὸ αἶμα ἀρκετῶν προβάτων. Ὁ Τειρεσίας πίνει καὶ τοῦ ἀποκαλύπτει τὸ χρησμό του.
Εἶναι ἐπίσης χαρακτηριστικὸ ὃτι ἐξέχουσα θέση κατέχει ἡ σκιὰ τοῦ Ἀχιλλέα, ὁ ὁποῖος στὴν «Ἐκάβη» τοῦ Εὐριπίδη ἀπαιτεῖ νὰ θυσιαστῇ ἡ Πολυξένη ἐπάνω στὸν τάφο του. Ἐξάλλου στὸν «Οἰδίποδα ἐπί Κολωνῷ», ὁ μυστηριώδης Οἰδίπους προβλέπει μία τρομακτικὴ ἦττα τῶν Θηβαίων σὲ μία μάχη ποὺ γινόταν κοντὰ στὸν τάφο του καὶ περιγράφει πῶς τὸ «παγωμένο πτῶμα του, ρουφᾶ ἀχόρταγα τὸ ζεστὸ αἶμα ποὺ κυλᾶ στὴ γῆ ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ πληγωμένους τῆς μάχης».
Στὴν μεσαιωνικὴ Ἑλλάδα οἱ ἱστορίες καὶ οἱ θρύλοι γιὰ βρυκόλακες εἶναι ἂφθονοι. Ὁ βρυκόλακας τοῦ ἑλληνικοῦ μεσαίωνα καὶ τῶν κατοπινῶν αἰώνων εἶναι ἓνα πλάσμα ἂγριο ποὺ ἀφανίζει κοπάδια, ἀπομυζᾶ αἶμα ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ ζῶα καὶ πνίγει τὰ μωρά στὴν κούνια τους. Βρωμίζει καὶ μαγαρίζει τὰ πάντα, χρειάζεται ἡ ἐπίσκεψη τοῦ ἱερέα νὰ ἀγιάσῃ καὶ νὰ ἐξαγνίσῃ τὸν τόπο. Στὸν φόνο τῶν ἀνθρώπων χαρακτηριστική εἶναι ἡ κατασπάραξη τῶν σπλάχνων καὶ ἡ μεγάλη προτίμηση στὰ συκώτια.
Οἱ σαββατογεννημένοι καὶ οἱ εὐαίσθητοι αὐτοὶ ποὺ ὁ λαός μας ὀνομάζει ἀλαφροΐσκιωτους εἶναι αὐτοὶ ποὺ καταλαβαίνουν τὴν παρουσία του ἀκόμη καὶ πρὶν νὰ ἐμφανιστῇ. Αὐτοὶ ἐπίσης εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα θὰ δώσουν τὶς ὁδηγίες τῆς «ἀμύνης» τοῦ τόπου, τοῦ χωριοῦ ἢ τοῦ σπιτιοῦ. Προσοχή ἐδῶ δίνεται μεγάλη στὸ κλείσιμο ὃλων τῶν ρωγμῶν στοὺς τοίχους, τὶς πόρτες καὶ στὶς στέγες τῶν σπιτιῶν.
Τὸ «δέσιμο» τοῦ βρικόλακα γίνεται μὲ τὴν μεταφορὰ τῆς κάσας του σὲ ἓνα μέρος ποὺ χωρίζεται ἀπ’ τὸ χωριό μ’ ἓνα ποτάμι, ρυάκι ἢ μεγάλο αὐλάκι μὲ νερό. Τὸ νερὸ εἶναι κάτι ποὺ ὁ βρυκόλακας δὲν μπορεῖ νὰ περάσῃ. Πολλὰ ξερονήσια γύρω ἀπὸ τὴν Ἀττική εἶναι τόποι ποὺ φιλοξενοῦσαν τοὺς τάφους τέτοιων πλασμάτων καὶ ἀκόμη καὶ σήμερα δὲν πηγαίνει κανεῖς. Ἡ ὀριστικὴ λύση βεβαίως – τὸ κάψιμο δῆλα δὴ τοῦ πτώματος άφοῦ πρῶτα εἶχε ἀφαιρεθεῖ ἡ καρδιὰ καὶ κομματιαστεῖ – ἦταν ἀποτελεσματικὴ ἀλλὰ ἡ ἀποτέφρωση ἒβρισκε ἐμπόδιο τὴν ἐκκλησία ποὺ τὴν ἀπαγορεύει αὐστηρὰ κατὰ τὸ ὁρθόδοξο δόγμα, καὶ ἀργότερα ἀπαγορευόταν ἀπὸ τοὺς Τούρκους ἐπίσης.
Ἒτσι λοιπὸν ἒμεινε μόνο ἓνας ἀσφαλῆς τρόπος ἐξουδετέρωσης τοῦ βρυκόλακα ποὺ δὲν θὰ εὒρισκε ἐμπόδιο τὴν ἐκκλησία ἢ τὶς ἀρχές· τὸ κάρφωμα τοῦ πτώματος μὲ μεγάλα καρφιὰ ποὺ θὰ τὸν κρατοῦσαν στὸν τάφο του γιὰ πάντα, ἀφοῦ βέβαια ἡ καρδιὰ εἶχε ἀποσχισθεῖ.
Τὸ πλῆθος τῶν ὀνομάτων τῶν βρυκολάκων, ὃπως βαρβάλακας, βουλκούλακας, καταχανάς, λάμπασμα, φάντακας, ανακαθούμενος, σαρκωμένος, κατσίκας, κ.λ.π., ποὺ ἀναφέρονται ἀπὸ τοὺς περιηγητὲς καὶ τοὺς πολλοὺς λαογράφους μας (Ν. Πολίτης, Καμπούρογλου κ.ἂ.), ἀκόμη καὶ ἀπὸ παλαιοὺς ἱστορικούς, δείχνει πόσο συχνὲς ἦταν οἱ περιπτώσεις καὶ πόσο συζητιόνταν αὐτές οἱ ἱστορίες…


Δεν υπάρχουν σχόλια: