Ρίγη και Δάκρυα Κάθαρσης μετά από δεκαπέντε Αιώνες πλημμύρισαν ξανά το Αρχαίο Θέατρο του Ασκληπιείου Επιδαύρου παρουσία δυόμισι χιλιάδων Θεατών. Αυτόπτης μάρτυρας και
ανταποκριτής στην εφημερίδα ‘‘Πρωία’’, ο Κώστας Βάρναλης,
έγραφε: «όταν άρχισε
και μπήκανε στην ορχήστρα ο Παιδαγωγός με τον Ορέστη και
την ακολουθία τους, το ΠΑΡΟΝ ΕΙΧΕ ΧΑΘΕΙ».
Ναι! Είχε χαθεί φίλες και φίλοι. Γιατί όμως; Διότι ακριβώς Παρελθόν και
Παρόν αφομοιώθηκαν. Έγιναν Ένα στην ορχήστρα των Αιώνων. Συμβαίνει
τότε να παρασύρονται και να παρηγορούνται το Παρόν + το Μέλλον σε ένα Αιώνιο Τώρα, στο γίγνεσθαι των αιώνων και αυτό είναι
Τέχνη. Η τέχνη του Να Είσαι Θεατής, Παρατηρητής και Μέτοχος από τα εδώλια του νυν και αεί Αιωνίου Θεάτρου του Κόσμου.
Είναι Οκτώβριος
1940: Δεύτερη φορά -στη νεότερη ιστορία- ο σκηνοΘέτης της Διεθνούς απανθρωπιάς με τους πρωταγωνιστές του Β’ Παγκοσμίου (και εμφυλίου) Πολέμου
χτυπούν την πόρτα της Ελλάδας.
Είναι καλοκαίρι 1954: Ο Ιππόλυτος του Ευριπίδη εγκαινιάζει
και εγκαθιδρύει το Θεσμό των Επιδαυρίων. Αυτή η Παράσταση έφερε ‘‘εξ αδοκήτω’’ μια ύψιστη Αρμονία και
Ενοποίηση σε όλα τα επίπεδα. Σαν Είδηση
έκανε το γύρο του Κόσμου και της Ελλάδας. Σαν Βίωμα έθρεψε τις Αγνές ΣυνΕιδήσεις της Αργολίδας. Οι τότε Νέες και
Νέοι που ζούσαν γύρω από το Αρχαίο Θέατρο, «καταβρόχθισαν» τα λόγια στις πρόβες
και στην παράσταση, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε τα επόμενα καλοκαίρια
απήγγειλαν χωρικά και ρόλους (ως παιδία παίζει) είτε στις πλαγιές του Αραχναίου όρους
όπου βοσκούσαν τα κοπάδια τους είτε στο θερισμό των σπαρτών τους στην ενδοχώρα
του Ασκληπιείου Επιδαύρου. Θυμούνται και Μνημονεύουν μέχρι σήμερα στα εγγόνια τους χορικά όπως: «Θεσμοφόρες μην αργείτε να ’ρθετε
σε μας, … … … να χαρούν οι Θεοί για μας».
Περί
τα 411 π. Χ. στην Αθήνα, στα Μεγάλα Διονύσια, ο Αριστοφάνης ανεβάζει τις
Θεσμοφοριάζουσες δηλαδή την Ακολουθία
των Γυναικών που τελούσαν την καθαρά και αυστηρά Γυναικεία γιορτή. Ένα θεσμό
που λάτρευαν οι αρχαίοι Έλληνες στα ιερά
της Δήμητρας και της Περσεφόνης.
Τέσσερις ημέρες κρατούσε η εορτή, στο ναό
της Ελευσίνας, πάνω σε ένα ύψωμα.
Κατά
την «1η» ημέρα: η άνοδος
της Κόρης στον ελευσίνιο
Ναό, την «2η» ημέρα: η κάθοδος της Κόρης στον ελευσίνιο
Άδη, την «3η» ημέρα: η μέση
& κρίσιμη Περίοδος πριν την επάνοδο της
Περσεφόνης στο Φως του Ήλιου και την
«4η» ημέρα: η Καλλιγένεια, δηλαδή
Αναγέννηση της Κόρης.
Είναι στην
ενδιάμεση και κρίσιμη περίοδο όπου λαμβάνουν Χώρα, Σκηνή και Λόγο οι Θεσμοφοριάζουσες.
Στην Αθήνα αυτή τη μέρα γινόταν από τους πιστούς αυστηρή νηστεία ενώ η Βουλή
και τα Δικαστήρια διέκοπταν τις εργασίες τους. Η εορτή απαγορευόταν αυστηρά για
τους άνδρες. Το ‘‘θεσμοφόριον’’ ως ιερό αυτής της Τελετής επιλέγει ο
Αριστοφάνης για να υμνήσει την αιώνια, ιερή, αγνή Ζωοτόκο και Ζωοφόρο Θηλυκή
Αρχή, ως Μητέρα, Σύζυγο και Κόρη.
Ας κατηγορεί ο Αριστοφάνης τον Ευριπίδη, στο τέλος μετατρέπεται σε έναν
διαλλακτικό και διαλεκτικό ανταγωνιστή του. Σαν να θέλει, να του εμφυσήσει αυτή
την Ιερή Γυναικεία Αρχή που γέννησε τον κόσμο και τους θεσμούς του Γάμου και της
Μητρότητας, για αυτό και αφήνει σαν λύση, το ερωτικό παιχνίδι ανάμεσα στη
χορεύτρια και τον τοξότη δεσμοφύλακα, διδάσκοντας και αυτός την ακατανίκητη
ερωτική δύναμη που θα σώσει τον Ευριπίδη από τις θεσμοφοριάζουσες, και που
είναι το «έρως ανίκατε μάχαν» του χορικού στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, ένας έρως της ψυχής προς Ότι Θείο και Πνευματικό μέσα μας, ένας έρωτας που γαλουχείται και
θεοποιείται εντός του ιερού θεσμού του
Γάμου, όπως τον θέσπισε η Δήμητρα, η πρώτη διδάξασα το θεσμό.
Ο Αριστοφάνης εδώ, βάζει τη Γυναίκα
στη σωστή Θέση, Φύση και Τάξη ισότιμα δίπλα από τον Άνδρα και δείχνει μόνο ένα
δρόμο και για τους δυο, το συζυγικό και ισότιμο, γι’ αυτό από τις δύο εορτές
προς τιμήν της Δήμητρας και της Περσεφόνης, μας παράστησε την αυστηρά
γυναικεία, τα Θεσμοφόρια, σε
αρμονική αντίθεση με τα Ελευσίνια,
που συμμετείχαν κυρίως άνδρες.
Ο
Αριστοφάνης έρχεται 4ος και τελευταίος μετά τους τρεις τραγικούς: Να
Περισώσει:
Όσους Αθηναίους ξέφυγαν από
τη σοβαρότητα του Αισχύλου,
Όσους Πολίτες προσπέρασαν το μέτρο του Σοφοκλή,
Όσους Θεατές αντέδρασαν στο πάθος του Ευριπίδη.
Η Αθήνα το 411 π.Χ. έχει ξοδέψει 7 από τα 30 χρόνια του Πελοποννησιακού
-Εμφυλίου πολέμου, μπαίνοντας στην
αρχή του τέλους της. Αυτήν ακριβώς
την ιστορική ακολουθία {Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Αριστοφάνης} των
τεσσάρων Δραματικών ΠΟΙΗΤΩΝ, με ένα προνοητικό τρόπο, είχαν ορίσει στην Πόλη -Κράτος
των Αθηνών από την Ίδρυσή τους την
τέλεση των Δραματικών Αγώνων ΛΟΓΟΥ. Οι θεσμοί της ‘‘Δήμω Κρατούσας’’
και Δημοκρατεύουσας Αθήνας. Έτσι,
όταν ένας δραματουργός συμμετείχε στους
Αγώνες του αρχαίου δράματος, όφειλε
να παρουσιάσει την Τετραλογία του δηλαδή
{μία τραγική τριλογία και ένα σατυρικό δράμα} π.χ. η τετραλογία: {Φινέας, Πέρσες, Γλαύκος Ποτνιεύς} και Προμηθέας
του Αισχύλου.
Όσοι, όποιοι, θεατές ή θεώμενοι σέβονται
την Επίδαυρο μαθαίνουν και το ‘‘Υπέρ των
Θεατών’’ Θεατρικό Λειτούργημα
και την Τέχνη του Θεατή. Όσοι δεν
σέβονται αυτήν την Επίδαυρο την φοβούνται γιατί δεν την Αγαπούν δυστυχώς… Δεν
είναι καθόλου ξένος ο Λειτουργός λόγος
της Αφροδίτης στην εισαγωγή του Ιππολύτου του Ευριπίδη όπως δόνησε τις
Καρδιές τα Σκαλιά και την Ορχήστρα
της Επιδαύρου το 1954, με τη φωνή της Κάκιας Παναγιώτου:
«Κύπρη
με λεν … όσοι με τιμούν τους τιμώ … κι όσοι με αγνοούν τους τιμωρώ »
Τέτοιο πάθημα -μάθημα στην
Επίδαυρο έλαβαν και ‘‘ονόματα’’ ‘‘εθνικού’’ επιπέδου. Αυτό το πάθημα έγινε
μάθημα Αισχύλειο και για την Πολιτεία που παλεύει από το 1996 με νομοσχέδια επί
νομοσχεδίων να ιδιωτικοποιήσει το λεγόμενο Φεστιβάλ.
Κώστας Σκοτώρης


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου